- χρυσίδες
- οι, Νζωολ. οικογένεια υμενόπτερων εντόμων, τής υπόταξης απόκριτα, με μεταλλικό χρωματισμό που θυμίζει πολύτιμους λίθους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chrysidae (< χρυσίς, -ίδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Χρυσίδες — Χρυσίς a vessel of gold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίδες — χρῡσίδες , χρυσίς a vessel of gold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίς — ίδος, η, ΝΑ νεοελλ. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό τής οικογένειας χρυσίδες αρχ. 1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.) 2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.) 3.… … Dictionary of Greek
ANATHEMA sim — Iudaeis et antiquis Christianis, sollennis in iureiurando formula; h. e. a Synagoga et Ecclesia exclusus sim: Cuiusmodi anathema sibi imprecari, καταναθεματίζειν, dixêre. Apud Matthaeum c. 26. v. 74. de Petro Dominun abiurante, τότε ἤρξατο… … Hofmann J. Lexicon universale